- σφηνίσκος
- ο, ΝΜΑνεοελλ.ζωολ. γένος πιγκουίνων τής τάξης απτηνοδυτόμορφαμσν.-αρχ.υποκορ. τού σφήναρχ.1. επίδεσμος με σφηνοειδές σχήμα («και ξύσαντες τὸ ὀστέον, σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῡμεν τοῑς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)2. σφηνοειδές κόσμημα τού υποδήματος3. μαθημ. α) ακανόνιστη κόλουρη πυραμίδαβ) στερεό που έχει τρεις άνισες διαστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγλλ. spheniscus)].
Dictionary of Greek. 2013.